δίχρωμος

δίχρωμος
-η, -ο
αυτός που έχει δύο χρώματα: Φορούσε δίχρωμη μπλούζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίχρωμος — plaster masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίχρωμος — η, ο (AM δίχρωμος, ον) αυτός που έχει δύο χρώματα μσν. το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος ονομασία εμπλάστρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον το φυτό περιστερόχορτο …   Dictionary of Greek

  • δίχρωμον — δίχρωμος plaster masc/fem acc sg δίχρωμος plaster neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχρώμοις — δίχρωμος plaster masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχρώμους — δίχρωμος plaster masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχρώμῳ — δίχρωμος plaster masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίχρωμα — δίχρωμος plaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίχρωμοι — δίχρωμος plaster masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

  • δίχρους — ουν και δίχροος, ο (AM δίχρους, ουν και δίχρος, ον) ο δίχρωμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”